ἄξονθ' — ἄ̱ξοντα , ἄγνυμι break fut part act neut nom/voc/acc pl ἄ̱ξοντα , ἄγνυμι break fut part act masc acc sg ἄ̱ξοντι , ἄγνυμι break fut part act masc/neut dat sg ἄ̱ξοντι , ἄγνυμι break fut ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ξοντε , ἄγνυμι break fut part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄξοντ' — ἄ̱ξοντα , ἄγνυμι break fut part act neut nom/voc/acc pl ἄ̱ξοντα , ἄγνυμι break fut part act masc acc sg ἄ̱ξοντι , ἄγνυμι break fut part act masc/neut dat sg ἄ̱ξοντι , ἄγνυμι break fut ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ξοντε , ἄγνυμι break fut part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερός — ή, ό / στυγερός, ά, όν, ΝΑ (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, φρίκη ή και μίσος, μισητός, βδελυρός (α. «στυγερό έγκλημα» β. «στυγερός εγκληματίας» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα κύνα στυγεροῡ Ἀίδαο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek